φωτοψία

φωτοψία
η
η φωτοφάνεια (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτοψία — η, Ν ιατρ. οπτική ψευδαίσθηση ενός υγιούς ή πάσχοντος οφθαλμού, που περιορίζεται σε φωτεινά φαινόμενα και οφείλεται σε άμεση, γενικώς ελαφρή διέγερση τού αμφιβληστροειδούς και τού οπτικού νεύρου από υπεραιμία στο αγγειακό δίκτυο τού ματιού,… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”